- χριστοκήρυξ
- και χριστοκῆρυξ, -υκος, ὁ, ΜΑεκκλ. (κυρίως για τον απόστολο Παύλο) κήρυκας τού λόγου τού Ιησού Χριστού, απόστολος.[ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + κήρυξ, -υκος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
христопроповедник — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (χριστοκήρυξ) проповедник учения Христова (Мин.… … Словарь церковнославянского языка